υλάεις

υλάεις
-εσσα, -εν, Α
(δωρ. τ.) βλ. ὑλήεις.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ὑλάεις — ὑλάω bark pres ind act 2nd sg (epic) ὑλά̱εις , ὑλήεις woody masc nom sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υλήεις — και δωρ. τ. ὑλάεις, εσσα, εν, συνηρ. ουδ. πληθ. ὑλᾱντα Α 1. δασώδης, σύδενδρος («Αἰγαίῳ ἐν ὄρει, πεπυκασμένῳ ὑλήεντι», Ησίοδ.) 2. (ως προσωνυμία τού Απόλλωνος) αυτός που κατοικεί στα δάση 3. φρ. «δι ὑλάεσσαν ἀταρπόν» διά μέσου τού δάσους (Ανθ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”